- αδιάξεστος
- ἀδιάξεστος, -ον (Α) [διαξέω]αστίλβωτος, άξεστος, άξυστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδιάξεστον — ἀδιάξεστος unpolished masc/fem acc sg ἀδιάξεστος unpolished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)